- βάστηγμα
- βάστημα τό см. βάσταγμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βάστηγμα — βάστηγμα, το και βάστημα, το το βάσταγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάσταγμα — το και βάσταμα και βάστηγμα (AM βάσταγμα, Μ και βάσταμαν) [βαστάζω] το φορτίο το οποίο βαστάζει ή φέρει κάποιος μσν. νεοελλ. προθεσμία νεοελλ. 1. το να βαστάει ή να μεταφέρει κάποιος κάτι 2. το σκοινί απ το οποίο κρέμεται το καντήλι 3. το σκοινί… … Dictionary of Greek